- τεύθριον
- τεύθριον, τό,A = πόλιον, Dsc.3.110.2 = ἐρυθρόδανον, ib.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεύθριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύθριον — τὸ, Α 1. το φυτό πόλιον 2. το φυτό ερυθρόδανον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω τής έννοιας τού χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω τής μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ.… … Dictionary of Greek
τευθίς — Αρχαία πόλη κοντά στον Ορχομενό της Αρκαδίας, που οι περισσότεροι κάτοικοί της μετοίκησαν στη Μεγαλόπολη, όταν αυτή ιδρύθηκε ως Κοινόν των Αρκάδων. Ο Παυσανίας αναφέρει, πως είδε εκεί ιερά της Άρτεμης, της Αφροδίτης και της Αθηνάς, και λέει… … Dictionary of Greek
τευθαλλίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. το φυτό πολύγονον το άρρεν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τα τευθίς*, τεύθριον* και εμφανίζει επίθημα αλλίς (πρβλ. θρυ αλλίς)] … Dictionary of Greek
τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… … Dictionary of Greek